αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
στροβιλοαντιδραστήρας — ο, Ν 1. (αερον.) αεριοστρόβιλος που παράγει απευθείας την απαιτούμενη ώση με εκβολή θερμών καυσαερίων με υψηλή ταχύτητα 2. φρ. α) «στροβιλοαντιδραστήρας αντώσεως» στροβιλοαντιδραστήρας ο οποίος χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά απλουστευμένη δομή που … Dictionary of Greek
στροβιλοκινητήρας — ο, Ν τεχνολ. αεριοστρόβιλος που χρησιμοποιείται ως μονάδα παραγωγής μηχανικής ισχύος σε αεροναυτικές, σιδηροδρομικές και άλλες εφαρμογές … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
αεροστρόβιλος — ο (ορθότ. αεριοστρόβιλος, ο), μηχανή για την κίνηση των αεροπλάνων: Τα περισσότερα αεροπλάνα κινούνται με αεροστρόβιλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στροβιλοαντιδραστήρας — ο αεριοστρόβιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)